- κωλυσανέμας
- κωλῡσ-ᾰνέμας, ου, ὁ, or [suff] κωλῡς-άνεμος, ὁ,A checking the winds, epith. of Empedocles, Timae.94, Suid. s.v. Ἐμπεδοκλῆς; cf. ἀλεξάνεμος.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κωλυσανέμας — και κωλυσάνεμος, ὁ (Α) αυτός που εμποδίζει τους ανέμους να πνέουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κωλυσ τού κωλύω (πρβλ. κώλυσ ις) + ἄνεμος. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος] … Dictionary of Greek
κωλυσανέμας — κωλυσανέμᾱς , κωλυσανέμας checking the winds masc acc pl κωλυσανέμᾱς , κωλυσανέμας checking the winds masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωλυσανέμαν — κωλυσανέμᾱν , κωλυσανέμας checking the winds masc acc sg (epic doric aeolic) κωλυσανέμας checking the winds masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωλύω — (AM κωλύω, Μ και κωλώ) εμποδίζω κάτι ή εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι, δεν επιτρέπω σε κάποιον ή δεν τόν αφήνω να κάνει κάτι ή δεν επιτρέπω να γίνει κάτι (α. «ὅποι φεύγειν οὐδεὶς κωλύει νόμος», Δημοσθ. β. «μὴ κωλύετε αὐτὰ ἐλθεῑν πρός με», ΚΔ γ.… … Dictionary of Greek